σκανιάζω

σκανιάζω
Ν [σκάνια]
1. (μτβ.) κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί πολύ, τόν σκάζω
2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι πάρα πολύ, σκάω από τη θλίψη μου
3. φρ. «μην μού σκανιάζεις» — μην τό παίρνεις κατάκαρδα, μην στενοχωριέσαι τόσο πολύ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκανιάζω — σκάνιασα, κάνω κάποιον να στενοχωρεθεί πολύ, τον σκάζω: Αγόρασε καινούριο φόρεμα και σκανιάζει την αδελφή της που φοράει το παλιό της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”